εὐπρόσωπος

εὐπρόσωπος
εὐπρόσωπος
fair of face
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσωπος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπροσωπότερον — εὐπρόσωπος fair of face adverbial comp εὐπρόσωπος fair of face masc acc comp sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσωπότατον — εὐπρόσωπος fair of face masc acc superl sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσώπως — εὐπρόσωπος fair of face adverbial εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρόσωπον — εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσωποτάτη — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσωποτάτοις — εὐπρόσωπος fair of face masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσωποτέρους — εὐπρόσωπος fair of face masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπροσωπόταται — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”